-
1 агрономия
-
2 агротехника
-
3 агроном
ο γεωπόνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > агроном
-
4 полеводство
η γεωπονία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полеводство
-
5 агрикультура
агрикультураж ἡ γεωργία, ἡ γεωπονία. -
6 полеводство
полевод||ствос ἡ γεωργία, ἡ γεωπονία, ἡ καλλιέργεια τῶν ἀγρών. -
7 агрономия
-и θ.γεωπονία. -
8 земледелие
-я ουδ.1. γεωργία.2. γεωπονική επιστήμη, γεωπονία. -
9 полеводство
-а ουδ.γεωπονία γεωργία, αγροκαλλιέργεια.
См. также в других словарях:
γεωπονία — γεωπονίᾱ , γεωπονία tillage fem nom/voc/acc dual γεωπονίᾱ , γεωπονία tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονίᾳ — γεωπονίᾱͅ , γεωπονία tillage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονία — Επιστήμη που περιλαμβάνει όλες τις γνώσεις, θεωρητικές και πρακτικές, για τη συστηματική και αποτελεσματική καλλιέργεια της γης. Ασχολείται με τα προβλήματα της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης ή της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων, βασιζόμενη… … Dictionary of Greek
γεωπονία — η επιστήμη που ασχολείται με την καλλιέργεια και αξιοποίηση της γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωπονίας — γεωπονίᾱς , γεωπονία tillage fem acc pl γεωπονίᾱς , γεωπονία tillage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονίαν — γεωπονίᾱν , γεωπονία tillage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονίαις — γεωπονία tillage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονίην — γεωπονία tillage fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονίης — γεωπονία tillage fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονίῃ — γεωπονία tillage fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… … Dictionary of Greek